- Καμπούλ
- I
(Kbul). Πόλη (πληθυσμός μητροπολιτικής περιφέρειας: 2.766.800 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα του Αφγανιστάν καθώς και της ομώνυμης περιφέρειας (4.685 τ. χλμ.), στο δυτικό τμήμα της χώρας.Είναι χτισμένη σε υψόμετρο περίπου 1.800 μ., εκατέρωθεν του ποταμού Καμπούλ (βλ. λ.), παραπόταμου του Ινδού, σε μια εύφορη κοιλάδα που περιβάλλεται από τα όρη Τσερνταρβάζα και Ασμάι. Η πόλη οφείλει τη σπουδαιότητά της στη γεωγραφική θέση της· προς τα Α (από τη δίοδο Χαϊμπέρ) συνδέεται με την Πεσαβάρ στο Πακιστάν και προς τα Δ (μέσω της κοιλάδας του ποταμού Χάρι Ροντ) με τη Χεράτ, κοντά στα ιρανικά σύνορα. Ο πιο παλιός πυρήνας της βρίσκεται στη νότια όχθη του ποταμού και έχει τυπικά ασιατική και μουσουλμανική όψη, με πλίθινα σπίτια, σοκάκια και χαρακτηριστική ανατολίτικη αγορά (παζάρι). Στα Ν βρίσκεται το οχυρό του Μπαλά Χισάρ, σε ένα ύψωμα όπου υπήρχε το αρχικό οχυρό. Στα Β του ποταμού Καμπούλ εκτείνεται η καινούργια πόλη (Σερ-ι Νάο), δυτικού τύπου, με φαρδείς και ίσιους δρόμους, όλους δεντροφυτεμένους, στους οποίους βρίσκονται τα δημόσια κτίρια και τα εμπορικά καταστήματα. Ο τάφος του Μπαμπούρ, ο τάφος του Τιμούρ Σαχ και το Μεγάλο Τέμενος αποτελούν τα πιο ενδιαφέροντα μνημεία της Κ., που συνιστά σπουδαίο πνευματικό κέντρο (είναι έδρα πανεπιστημίου και διαφόρων ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων), με αξιόλογο αρχαιολογικό μουσείο. Χάρη στη θέση της, συγκεντρώνει μεγάλο μέρος της οικονομικής ζωής της χώρας. Παράλληλα με τις πατροπαράδοτες βιοτεχνίες –διακοσμημένα όπλα, δερμάτινα είδη, κατεργασία πολύτιμων λίθων– στην Κ. υπάρχουν επίσης πολυάριθμες βιομηχανίες (υφαντουργίας, ειδών διατροφής κλπ.).Ιστορία. Η Κ. έχει πανάρχαια προέλευση. Αποτέλεσε μέρος του ελληνοβακτριανού βασιλείου καθώς και των βασιλείων των Κουσάνα, των Σασσανιδών και των Γαζναβιδών. Απέκτησε σπουδαιότητα ξανά κατά τον 16ο αι., όταν από το 1504 έως το 1526 υπήρξε η πρωτεύουσα των κτήσεων του Μπαμπούρ, του ηγεμόνα που ίδρυσε τη μογγολική δυναστεία στην Ινδία. Αφού έγινε πρωτεύουσα του Αφγανιστάν (1773) από τον Τιμούρ Σαχ, αρχηγό της φυλής των Ντουράνι, κατά τη διάρκεια των Αγγλοαφγανικών πολέμων κατελήφθη πολλές φορές από τους Άγγλους (1839-42 και 1879-80). Από τη δεκαετία του 1970 έγινε κέντρο πολιτικών εξελίξεων αλλά συγχρόνως και πεδίο συγκρούσεων, εμφυλίων συρράξεων και βομβαρδισμών, αρχικά με τη σοβιετική εισβολή (1979-89) και στη συνέχεια με τους εμφύλιους πολέμους (δεκαετία 1990), στη διάρκεια των οποίων μεγάλο μέρος της πόλης υπέστη καταστροφές. Τον Σεπτέμβριο του 1996 η πόλη κατελήφθη από το κίνημα των ακραίων ισλαμιστών Ταλιμπάν, οι οποίοι επέβαλαν τον αυστηρό ισλαμικό νόμο στον πληθυσμό. Τον Οκτώβριο του 2001 η Κ., όπως και πολλές άλλες περιοχές του Αφγανιστάν, έγινε στόχος επίθεσης αμερικανικών βομβαρδισμών, με αφορμή την άρνηση της ηγεσίας των Ταλιμπάν να παραδώσουν τον φερόμενο ως υπεύθυνο για τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Νέα Υόρκη και στην Ουάσινγκτον στις 11 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, Οσάμα Μπιν Λάντεν. Οι βομβαρδισμοί προκάλεσαν σοβαρές υλικές ζημιές, ανθρώπινα θύματα και κύμα προσφύγων με κατεύθυνση τα σύνορα του Πακιστάν. Η Κ. ανακατελήφθη από τη Βόρεια Συμμαχία τον Νοέμβριο. Πολλές περιοχές της έχουν καταστραφεί και ανοικοδομούνται.
Ένας κεντρικός πολυσύχναστος δρόμος της Καμπούλ, πρωτεύουσας του Αφγανιστάν, όπου διακρίνονται γυναίκες που φορούν τη χαρακτηριστική μπούργκα.
IIΆποψη της Καμπούλ (φωτ. ΑΠΕ).
(Kabul). Ποταμός (580 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας. Πηγάζει από τα όρη Παγμάν, στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν. Διαρρέει το Αφγανιστάν στα Α και εισέρχεται στο δυτικό Πακιστάν, μέσω των λόφων Μόχμαντ. Στην περιοχή Ατόκ εκβάλλει στον Ινδό ποταμό. Διασχίζει τις πόλεις Καμπούλ και Τζαλαλαμπάντ.Τμήμα του ποταμού Καμπούλ, στις όχθες του οποίου είναι χτισμένη η ομώνυμη πόλη του Αφγανιστάν (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.